Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

προσαγορεύσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσαγορεύω
  2. θα προσαγορεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσαγορεύω