Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

προμηθεύσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προμηθεύω
  2. θα προμηθεύσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προμηθεύω