προμηθεύσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπρομηθεύσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προμηθεύω
- θα προμηθεύσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προμηθεύω
προμηθεύσετε