προικοπαραδίδω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προικοπαραδίδω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
προικοπαραδίδω
- προικοδοτώ, δίνω προίκα[1]
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προικοπαραδίδω
|
προικοπαραδίδω
|