Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προειδοποιήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προειδοποιώ
  2. θα προειδοποιήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προειδοποιώ