προειδοποιήσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
προειδοποιήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προειδοποιώ
- θα προειδοποιήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προειδοποιώ
προειδοποιήσω