προδιατεθεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροδιατεθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προδιατίθεμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προδιατίθεμαι
- θα προδιατεθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προδιατίθεμαι