Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

προαποφασίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προαποφασίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προαποφασίζω
  3. θα προαποφασίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προαποφασίζω