Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πριονίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος πριονίζω

  Ρήμα επεξεργασία

πριονίζομαι

→ δείτε τη λέξη πριονίζω