Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πριμοδοτήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πριμοδοτώ
  2. θα πριμοδοτήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πριμοδοτώ