Ετυμολογία

επεξεργασία
πραγμάτωσις (μαρτυρείται από το 1867) [1] < → και δείτε τη λέξη πραγμάτωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πραγμάτωσις, -εως θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 836, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου