Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πορνεύσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πορνεύω
  2. θα πορνεύσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πορνεύω