ποξαμάτιν
Κυπριακά (el-cyp)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαποξαμάτιν ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- στην ελληνιστική κοινή: παξαμᾶς
- στα μεσαιωνικά ελληνικά: ἀπαξιμάδιν, ἀπαξιμάδιον, παξιμάδα, παξιμάδι, παξιμάδιν, παξιμάδιον, παξαμίτης
Πηγές
επεξεργασία- ποξαμάτιν @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη