Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πονοκεφαλιάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πονοκεφαλιάζω
  2. θα πονοκεφαλιάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πονοκεφαλιάζω