πονοκεφαλιάσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πονοκεφαλιάσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πονοκεφαλιάζω
- θα πονοκεφαλιάσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πονοκεφαλιάζω