Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πομπεῖον < πομπή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πομπεῖον ουδέτερο

  1. σκεύος ειδικό για πομπές
  2. οίκημα όπου φύλασσαν τα απαραίτητα για τις πομπές