πολωθούμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πολωθούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολώνομαι
- θα πολωθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολώνομαι
πολωθούμε