Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυώνυμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πολυώνυμος

  1. που έχει πολλά ονόματα
  2. ονομαστός, γνωστός