Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυσέπαλος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πολυσέπαλος

  • που έχει πολλά σέπαλα
    ※  Τά σέπαλα ταῦτα ὂτε μέν εἰσί δύο ἀντιτεταγμένα πρός ἄλληλα, ως εἰς τήν Μήκωνα τήν ὑπνοφόρον (Papaver somniferum), καὶ ὁ κάλυξ καλεῖται Δισέπαλος, ότε δε τέσσαρα σταυροειδώς κείμενα ... ως εις τα Σταυρανθή (Cruciferae), καὶ ὁ κάλυξ καλεῖται Τετρασέπαλος, ἄλλοτε δὲ ἐκ πέντε σεπάλων καὶ καλεῖται Πεντασέπαλος, ὡς εἰς τὸ Λίνον (Linum usitatissimum) , ἄλλοτε τέλος ἐκ πλειοτέρων καὶ λέγεται Πολυσέπαλος (Ευστάθιος Ι. Πονηρόπουλος, Στοιχεία Βοτανικής, Τυπογραφείον της Φιλοκαλίας, 1880, σελ. 137 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία