πολυεπισκέπτομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυεπισκέπτομαι < πολυ- + επισκέπτομαι
Ρήμα επεξεργασία
πολυεπισκέπτομαι
- (σπάνιο) επισκέπτομαι συχνά
- ※ Με εκείνα τα δωμάτια του εαυτού μας που κανείς δεν θέλει να πολυεπισκέπτεται και κάνει πως δεν υπάρχουν. (εφ. Ελευθεροτυπία, 3/2/2013)
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πολυεπισκέπτομαι | πολυεπισκεπτόμουν(α) | θα πολυεπισκέπτομαι | να πολυεπισκέπτομαι | ||
β' ενικ. | πολυεπισκέπτεσαι | πολυεπισκεπτόσουν(α) | θα πολυεπισκέπτεσαι | να πολυεπισκέπτεσαι | (πολυεπισκέπτου) | |
γ' ενικ. | πολυεπισκέπτεται | πολυεπισκεπτόταν(ε) | θα πολυεπισκέπτεται | να πολυεπισκέπτεται | ||
α' πληθ. | πολυεπισκεπτόμαστε | πολυεπισκεπτόμαστε πολυεπισκεπτόμασταν |
θα πολυεπισκεπτόμαστε | να πολυεπισκεπτόμαστε | ||
β' πληθ. | πολυεπισκέπτεστε | πολυεπισκεπτόσαστε πολυεπισκεπτόσασταν |
θα πολυεπισκέπτεστε | να πολυεπισκέπτεστε | (πολυεπισκέπτεστε) | |
γ' πληθ. | πολυεπισκέπτονται | πολυεπισκέπτονταν πολυεπισκεπτόντουσαν |
θα πολυεπισκέπτονται | να πολυεπισκέπτονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πολυεπισκέφτηκα | θα πολυεπισκεφτώ | να πολυεπισκεφτώ | πολυεπισκεφτεί | ||
β' ενικ. | πολυεπισκέφτηκες | θα πολυεπισκεφτείς | να πολυεπισκεφτείς | πολυεπισκέψου | ||
γ' ενικ. | πολυεπισκέφτηκε | θα πολυεπισκεφτεί | να πολυεπισκεφτεί | |||
α' πληθ. | πολυεπισκεφτήκαμε | θα πολυεπισκεφτούμε | να πολυεπισκεφτούμε | |||
β' πληθ. | πολυεπισκεφτήκατε | θα πολυεπισκεφτείτε | να πολυεπισκεφτείτε | πολυεπισκεφτείτε | ||
γ' πληθ. | πολυεπισκέφτηκαν πολυεπισκεφτήκαν(ε) |
θα πολυεπισκεφτούν(ε) | να πολυεπισκεφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πολυεπισκεφτεί | είχα πολυεπισκεφτεί | θα έχω πολυεπισκεφτεί | να έχω πολυεπισκεφτεί | πολυεπισκεμμένος | |
β' ενικ. | έχεις πολυεπισκεφτεί | είχες πολυεπισκεφτεί | θα έχεις πολυεπισκεφτεί | να έχεις πολυεπισκεφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει πολυεπισκεφτεί | είχε πολυεπισκεφτεί | θα έχει πολυεπισκεφτεί | να έχει πολυεπισκεφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πολυεπισκεφτεί | είχαμε πολυεπισκεφτεί | θα έχουμε πολυεπισκεφτεί | να έχουμε πολυεπισκεφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε πολυεπισκεφτεί | είχατε πολυεπισκεφτεί | θα έχετε πολυεπισκεφτεί | να έχετε πολυεπισκεφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πολυεπισκεφτεί | είχαν πολυεπισκεφτεί | θα έχουν πολυεπισκεφτεί | να έχουν πολυεπισκεφτεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυεπισκέπτομαι
|