Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πολτοποιήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολτοποιώ
  2. θα πολτοποιήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολτοποιώ