πολλαπλασιαστείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πολλαπλασιαστείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολλαπλασιάζομαι
- θα πολλαπλασιαστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολλαπλασιάζομαι