Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολιτσμάνος < αγγλική policeman

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολιτσμάνος αρσενικό

→ δείτε τη λέξη πολισμάνος