πολιτογραφήσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πολιτογραφήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολιτογραφώ
- θα πολιτογραφήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολιτογραφώ
πολιτογραφήσω