Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πολιτογραφήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολιτογραφώ
  2. θα πολιτογραφήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολιτογραφώ