Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πολιτευτώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολιτεύομαι
  2. θα πολιτευτώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολιτεύομαι