πολιτευτούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπολιτευτούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολιτεύομαι
- θα πολιτευτούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολιτεύομαι
πολιτευτούν