Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πολιορκήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολιορκώ
  2. θα πολιορκήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολιορκώ