πολιορκήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πολιορκήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολιορκώ
- θα πολιορκήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολιορκώ
πολιορκήσετε