Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πολιορκήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πολιορκώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολιορκώ
  3. θα πολιορκήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολιορκώ