πολεμοποιός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπολεμοποιός
- που κινεί τον πόλεμο, τον ξεκινά, είναι η αιτία του
- ※ ἔστι δε και πολεμοποιός ο τύραννος (Αριστοτέλης, στα Πολιτικά Ε΄)
- ※ ἀνὴρ δύσερις καὶ πολεμοποιός (Πλούταρχος, στο Περί της Ρωμαίων τύχης)
Πηγές
επεξεργασία- πολεμοποιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολεμοποιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.