ποιμεναρχήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ποιμεναρχήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ποιμεναρχώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ποιμεναρχώ
- θα ποιμεναρχήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ποιμεναρχώ