Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ποδοστράβη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ποδοστράβη
<
πούς
+ -στράβη ( <
στρέβλη
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ποδοστράβη
θηλυκό
όργανο που έσφιγγε τα πόδια στις χειρουργικές επεμβάσεις
όργανο βασανισμού,
πεδίκλα