Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ποδηλατήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ποδηλατώ
  2. θα ποδηλατήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ποδηλατώ