Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ποδηλατήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ποδηλατώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ποδηλατώ
  3. θα ποδηλατήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ποδηλατώ