Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλουτοκρατικώς < πλουτοκρατικ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

πλουτοκρατικώς

  Πηγές επεξεργασία