πλινθοποίησις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλινθοποίησις (μαρτυρείται από το 1887) [1] < → και δείτε τη λέξη πλινθοποίηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλινθοποίησις, -εως θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 813, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου