Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πληγωθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πληγώνομαι
  2. θα πληγωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πληγώνομαι