πλευριτώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πλευριτώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλευριτώνω
- θα πλευριτώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλευριτώνω
πλευριτώσεις