πλειονοψηφήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πλειονοψηφήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλειονοψηφώ
- θα πλειονοψηφήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλειονοψηφώ