Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαστογραφούμαι, παθητική φωνή του πλαστογραφώ

  Ρήμα επεξεργασία

πλαστογραφούμαι

→ δείτε τη λέξη πλαστογραφώ