πλανίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπλανίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος πλανίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλανίζομαι | πλανιζόμουν(α) | θα πλανίζομαι | να πλανίζομαι | ||
β' ενικ. | πλανίζεσαι | πλανιζόσουν(α) | θα πλανίζεσαι | να πλανίζεσαι | (πλανίζου) | |
γ' ενικ. | πλανίζεται | πλανιζόταν(ε) | θα πλανίζεται | να πλανίζεται | ||
α' πληθ. | πλανιζόμαστε | πλανιζόμαστε πλανιζόμασταν |
θα πλανιζόμαστε | να πλανιζόμαστε | ||
β' πληθ. | πλανίζεστε | πλανιζόσαστε πλανιζόσασταν |
θα πλανίζεστε | να πλανίζεστε | (πλανίζεστε) | |
γ' πληθ. | πλανίζονται | πλανίζονταν πλανιζόντουσαν |
θα πλανίζονται | να πλανίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλανίστηκα | θα πλανιστώ | να πλανιστώ | πλανιστεί | ||
β' ενικ. | πλανίστηκες | θα πλανιστείς | να πλανιστείς | πλανίσου | ||
γ' ενικ. | πλανίστηκε | θα πλανιστεί | να πλανιστεί | |||
α' πληθ. | πλανιστήκαμε | θα πλανιστούμε | να πλανιστούμε | |||
β' πληθ. | πλανιστήκατε | θα πλανιστείτε | να πλανιστείτε | πλανιστείτε | ||
γ' πληθ. | πλανίστηκαν πλανιστήκαν(ε) |
θα πλανιστούν(ε) | να πλανιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πλανιστεί | είχα πλανιστεί | θα έχω πλανιστεί | να έχω πλανιστεί | πλανισμένος | |
β' ενικ. | έχεις πλανιστεί | είχες πλανιστεί | θα έχεις πλανιστεί | να έχεις πλανιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει πλανιστεί | είχε πλανιστεί | θα έχει πλανιστεί | να έχει πλανιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πλανιστεί | είχαμε πλανιστεί | θα έχουμε πλανιστεί | να έχουμε πλανιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε πλανιστεί | είχατε πλανιστεί | θα έχετε πλανιστεί | να έχετε πλανιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πλανιστεί | είχαν πλανιστεί | θα έχουν πλανιστεί | να έχουν πλανιστεί |