πλαγιοποδίσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπλαγιοποδίσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλαγιοποδίζω
- θα πλαγιοποδίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλαγιοποδίζω
πλαγιοποδίσω