Ετυμολογία

επεξεργασία
πλέκος < πλέκω + -ος (το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος πλέκω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλέκος ουδέτερο (γεν.: πλέκους)

  • (για καλάθι) έργο που έχει κατασκευαστεί με πλέξιμο
τί δ᾽ ὦ τάλας σε τοῦδ᾽ ἔχει πλέκους χρέος; (Αριστοφάνης, Αχαρνείς 454)