πλάτρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλάτρα θηλυκό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) → δείτε τη λέξη πράτρα / πράτρια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Σκαρλάτος Βυζάντιος, Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης, τόμος Β΄, 1852, σελ. 1131 [1]
- ↑ Γεώργιος Ν. Χατζιδάκις, Μεσαιωνικά και νέα ελληνικά, τόμ. 1, Π.Δ. Σακελλάριος, 1905[]