πισωκάπουλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πισωκάπουλα < μεσαιωνική ελληνική πισωκάπουλα < πίσω + καπούλι
Επίρρημα
επεξεργασίαπισωκάπουλα
- το να κάθεται κάποιος στο υποζύγιο, όχι στο σαμάρι, αλλά πίσω απ’ αυτό, πάνω στα καπούλια / στους γοφούς του ζώου
Μεταφράσεις
επεξεργασία πισωκάπουλα
|