πιθανολογήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πιθανολογήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πιθανολογώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιθανολογώ
- θα πιθανολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιθανολογώ