Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πηλήκιον (μαρτυρείται από το 1870) [1] < → και δείτε τη λέξη πηλήκιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πηλήκιον, -ίου ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 804, Τόμος Β΄, σελ. 805, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου