Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πηδηχτείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πηδιέμαι
  2. θα πηδηχτείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πηδιέμαι