πεφταργά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεφταργά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεφταργά θηλυκό
- (μυθολογία), στοιχειό της λαϊκής παράδοσης με μορφή γριάς ερχόταν τις Πέμπτες και τιμωρούσε τις γυναίκες που έκλωθαν.
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεφταργά
|