περιτειχίσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπεριτειχίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος περιτειχίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιτειχίζω
- θα περιτειχίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιτειχίζω