Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

περιτειχίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος περιτειχίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιτειχίζω
  3. θα περιτειχίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιτειχίζω